- ανυπολόγιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αλογάριαστος, αμέτρητος: Ανυπολόγιστες είναι οι ζημίες από τους τελευταίους σεισμούς στην Κίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανυπολόγιστος — η, ο αυτός που δεν έχει ή είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
αδιαλόγιστος — η, ο (ΑΜ ἀδιαλόγιστος, ον) [διαλογίζομαι] αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, ασύνετος, απερίσκεπτος, ανόητος νεοελλ. 1. αιφνίδιος, ξαφνικός, απρόοπτος 2. ανυπολόγιστος, πολύς, μεγάλος … Dictionary of Greek
αδιαμέτρητος — η, ο [διαμετρώ] αυτός που δεν καταμετρήθηκε ή που, εξαιτίας τού μεγέθους του, δεν μπορεί να καταμετρηθεί, ανυπολόγιστος, άπειρος, αχανής … Dictionary of Greek
ακατάλεκτος — ἀκατάλεκτος, ον (Α) [καταλέγω] ο ανυπολόγιστος … Dictionary of Greek
ακαταλόγιστος — η, ο [καταλογίζω] 1. αυτός που σκέπτεται, μιλάει ή ενεργεί όχι σύμφωνα με τη λογική 2. ο ανεύθυνος για τους λόγους και τις πράξεις του λόγω διανοητικής αναπηρίας, ψυχικής διαταραχής ή μικρής ηλικίας 3. εκείνος που γίνεται παράλογα «πράξη… … Dictionary of Greek
αλογάριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (για υποθέσεις) αδιευθέτητος, ατακτοποίητος 3. αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 4. αυτός… … Dictionary of Greek
αλόγιαστος — η, ο ο ασυλλόγιστος, αστόχαστος 2. απρόβλεπτος, αναπάντεχος 3. ανυπολόγιστος, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λογιαστός < λογιάζω] … Dictionary of Greek
αμέτρητος — η, ο (Α ἀμέτρητος, η, ον και ος, ον) [μετρῶ] 1. αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο άμετρος, ο ανυπολόγιστος 2. αναρίθμητος, πολυπληθύς, πολυάριθμος νεοελλ. αυτός που δεν έχει μετρηθεί με ακρίβεια, δεν έχει καταμετρηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αμύθητος — η, ο (Α ἀμύθητος, ον) [μυθοῡμαι] άρρητος, απερίγραπτος, αναρίθμητος, ανυπολόγιστος, κολοσσιαίος … Dictionary of Greek
αναλόγιστος — η, ο 1. αυτός που δεν αναλογίζεται, δεν σκέφτεται κάτι 2. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, ο ανυπολόγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναλογιστός < αναλογίζομαι. Η σημ. τής αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου. Η λ. μαρτυρείται στον… … Dictionary of Greek